δημαρχία

δημαρχία
η (AM δημαρχία) [δήμαρχος]
το αξίωμα, το υπούργημα τού δημάρχου
νεοελλ.
1. η άσκηση τού δημαρχικού αξιώματος
2. ο χρόνος τής δημαρχικής θητείας («επί τής δημαρχίας του»)
3. το δημαρχείο
αρχ.
1. η ρωμαϊκή δημαρχία, (tribunatus)
2. γεν. το αξίωμα
3. δημοκρατία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δημαρχία — δημαρχίᾱ , δημαρχία the office fem nom/voc/acc dual δημαρχίᾱ , δημαρχία the office fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχία — η 1. το αξίωμα του δημάρχου: Είχε τη δημαρχία για δύο τετραετίες. 2. η χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος έχει το αξίωμα του δημάρχου: Κατά τη δημαρχία του έγιναν πολλά σημαντικά έργα στην πόλη. 3. το δημαρχείο: Οι γάμοι που γίνονται από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δημαρχίᾳ — δημαρχίαι , δημαρχία the office fem nom/voc pl δημαρχίᾱͅ , δημαρχία the office fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχίας — δημαρχίᾱς , δημαρχία the office fem acc pl δημαρχίᾱς , δημαρχία the office fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχίαι — δημαρχία the office fem nom/voc pl δημαρχίᾱͅ , δημαρχία the office fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημαρχίαν — δημαρχίᾱν , δημαρχία the office fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γκέτο — Ονομασία που δόθηκε τον 16o αι. στις συνοικίες ευρωπαϊκών πόλεων, όπου κατοικούσαν υποχρεωτικά οι Εβραίοι. Η λέξη πιθανότατα προέρχεται από την εβραϊκή συνοικία της Βενετίας όπου υπήρχε ένα χυτήριο (getto). Η συνήθεια των Εβραίων να… …   Dictionary of Greek

  • δημαρχιακός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημαρχία ή στον δήμαρχο (α. «δημαρχιακές εκλογές» εκλογές για την ανάδειξη δημάρχου και δημοτικού συμβουλίου β. «δημαρχιακός πάρεδρος» βοηθός και αναπληρωτής τού δημάρχου γ. «δημαρχιακή επιτροπή» επιτροπή… …   Dictionary of Greek

  • κυριαρχία — Με την ευρύτερη σημασία του όρου εννοείται το κύρος, η αυθεντία και η δύναμη επιβολής που ασκείται από κάποιον σε οποιονδήποτε τομέα των κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων. Με τη στενή νομική έννοια σημαίνει την ανώτατη εξουσία επιρροής ή… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”